εφέτος

Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και φέτος (ΑΜ ἐφέτος, Μ και ὀφέτος και (ἐ)φέτο)
κατά το παρόν, το τρέχον έτος, αυτή τη χρονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από την αρχ. φράση ἐφ' ἔτος (< ἐπ' ἔτος) με δάσυνση αναλογική προς τα ἐφ' ἡμέραν, ἐφ' ὅσον κ.λπ.].