εὐέπεια και ποιητ. τ. εὐεπίη, ἡ (Α) ευεπής1. η ομορφιά στον λόγο, η ευφράδεια, η ευγλωττία («εὐέπειαι λόγων», Πλάτ.)2. (για ήχο) ευφωνία3. ευχετικοί, καλοί λόγοι («ἄξιος γὰρ εἶ, τῆς εὐεπείας εἵνεκα», Σοφ.).