εὐομολόγητος

Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον,

   A easy to concede, indisputable, Pl.R.527b.

German (Pape)

[Seite 1085] leicht zuzugeben, einleuchtend, Plat. Rep. VII, 527 b.

Greek (Liddell-Scott)

εὐομολόγητος: -ον, εὐκόλως ὁμολογούμενος, ἀναμφήριστος, Πλάτ. Πολ. 527Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on convient facilement, indiscutable.
Étymologie: εὖ, ὁμολογέω.

Greek Monolingual

εὐομολόγητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να παραδεχθεί εύκολα, ο αδιαμφισβήτητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ομολογώ].