ομολογώ

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, -έω) ομόλογος
1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τον έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του»)
2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται
θεωρείται γενικά παραδεκτό, αναγνωρίζεται ως αληθές («ομολογείται ότι η οικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε»)
3. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) ομολογούμενος, -η, -ο(ν)
αναντίρρητος, αναμφισβήτητος
4. (το ουδ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τα ομολογούμενα
εκκλ. όρος που εισήχθη από τον εκκλησιαστικό ιστορικό Ευσέβιο Καισαρείας τον 4ο αιώνα και δηλώνει τα βιβλία της Καινής Διαθήκης τα οποία θεωρήθηκαν γνήσια, αποστολικά και θεόπνευστα, δηλ. τα τέσσερα Ευαγγέλια, τις Πράξεις τών Αποστόλων, τις 14 επιστολές του Παύλου, την Α' του Πέτρου και την Α' επιστολή του Ιωάννη
νεοελλ.
1. διηγούμαι, αφηγούμαι, εκθέτω, λέγω (α. «στο βιβλίο του ομολογεί τα όσα συνέβησαν εκείνη την εποχή» β. «αν ακούσεις τί μολογάει καμιά φορά, θα φρίξεις»)2. προβαίνω σε ομολογίες, αποκαλύπτω, μαρτυρώ
3. φρ. α) «κάτι μολογάει» — έχει κάποια αξία
β) «δεν μολογάει τίποτε» — δεν έχει καμιά αξία, δεν αξίζει τίποτε
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. διακηρύσσω με παρρησία την πίστη μου σε θρησκευτικό δόγμα και υπομένω βασανιστήρια προκειμένου να το υπερασπιστώ («ἐγὼ μὲν ὡμολόγησα καὶ τὸ πρῶτον, ὅτε διωγμὸς γέγονεν ἐπὶ τῷ πάππῳ σου Μαξιμιανῷ», Δουκάγγ.)
μσν.-αρχ.
1. θεωρώ ως δεδομένο («ὁμολογῶ Μειδίαν ἁπάντων λαμπρότατον γεγενῆσθαι», Δημοσθ.)
2. εκκλ. αφιερώνω, τάζω στον Θεό
3. φρ. «ὁμολογεῖν χάριν» ή «ὁμολογεῖν χάριτας»
α) αναγνωρίζω ευεργεσία
β) ευγνωμονώ, ευχαριστώ
αρχ.
1. έχω την ίδια γνώμη με κάποιον, λέω τα ίδια με κάποιον, συμφωνώ
2. είμαι κατάλληλος για κάτι, προσαρμόζομαι προς κάτι («ὁμολογεῖ ὤμου ἡ περὶ τὴν ἑτέρην μασχάλην περιβολή»
Ιπποκρ.)
3. μιλώ την ίδια γλώσσα («φάμενοι... οὐκ ὁμολογέειν αὐτοῖσι» — ότι δεν μιλούν την ίδια γλώσσα, Ηρόδ.)
4. αναλαμβάνω την υποχρέωση, υπόσχομαι να κάνω ή να δώσω κάτι (α. «εἴξαντε καὶ ὁμολογήσαντε ποιήσειν τὸ κελευόμενον», Πλάτ. β. «τὴς ἐπαγγελίας ἤν ὡμολόγησεν ὁ θεὸς τῷ Ἀβραάμ», ΚΔ)
5. (ειδικά σε περίοδο πολέμου) συνάπτω συνθήκη ειρήνης μετά από διαπραγματεύσεις
6. παθ. ὁμολογοῦμαι
α) γίνομαι παραδεκτός, θεωρούμαι παραδεδεγμένος
β) καθορίζομαι με σύμβασηπλέον ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἤ τρεῖς ὀβολοὶ ὡμολογήθησαν», Θουκ.)
7. φρ. α) «ἐξ ὁμολογουμένου» — ομολογουμένως, αναμφισβήτητα β) «οὐδὲν ὁμολογῶ τινι» — δεν έχω καμιά σχέση με κάποιον, είμαι εντελώς άσχετος
γ) «μηδὲν ὁμολογῶ» — διαφέρω εντελώς
δ) «ὁμολογῶ τὴν εἰρήνην» — συμφωνώ ως προς τους όρους της ειρήνης.