ακαμάτεμα

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το ακαματεύω
1. η ακαμασιά
2. το στόλισμα τών κοπαδιών
3. η διακοπή μιας γεωργικής εργασίας για να ξεκουραστούν οι εργάτες
4. το μεσημέρι (επειδή τότε συνήθως γίνεται το διάλειμμα για ξεκούραση τών γεωργών).