ακαπνία

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η Ιατρ.
ουσιαστικά, η ελάττωση (υποκαπνία) του διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα λόγω υπερβολικού αερισμού τών κυψελίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < acapnia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < επίθ. άκαπνος < α- στερητ. + καπνός.