ές,
A = ζυμώδης, Sch.Orib.4p.526D.
-ές (Α ζυμοειδής, -ές)αυτός που μοιάζει με ζύμη, όμοιος με προζύμι, ζυμώδης («ζυμοειδής μάζα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + -ειδής (< είδος)].