ζυμώδης
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ζυμῶδες, like leaven, Arist.GA755a23.
German (Pape)
[Seite 1141] ες, gesäuert, gegohren, Arist. gener. anim. 3, 4.
Russian (Dvoretsky)
ζῡμώδης: подобный закваске (περίττωμα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ζῡμώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος μὲ προζύμιον, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 3. 4, 4.
Greek Monolingual
ζυμώδης, -ες (Α)
όμοιος με ζύμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + -ώδης (πρβλ. ζοφώδης, ωώδης)].