ηθικολόγος
Greek Monolingual
ο, η
1. αυτός που μιλά, που πραγματεύεται περί ηθικής, που διδάσκει τί πρέπει να κάνεις κανείς και τί όχι
2. αυτός που δογματίζει συστηματικά περί ηθικής, αυτός που συνηθίζει να σχολιάζει συστηματικά τις πράξεις τών άλλων από στενή ηθική άποψη και κάνει ηθικά κηρύγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός + -λόγος. Η λ. κατέληξε να αποκτήσει την κακόσημη σημασία «στενόμυαλος, στενόκαρδος», προφανώς λόγω τών υπερβολών στις οποίες οι ηθικολόγοι υπέπεσαν σχολιάζοντας κάθε φορά την ηθική κατάσταση του κόσμου της εποχής τους. Μαρτυρείται από το 1825 στον Φ. Φουρναράκη].