ηη ζαχαροθήκη, το δοχείο ή η θήκη όπου φυλάγεται η ζάχαρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. αλατ-ιέρα, σουπ-ιέρα)].