ζαλάω

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

in Ep. part. ζαλόωσα . . χάλαζα

   A driving hail, Nic.Th.252.

German (Pape)

[Seite 1136] nur ζαλόωσα, χάλαζα, stürmend, Nic. Th. 251.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰλάω: ζάλην προξενῶ, ἐγείρω θύελλαν, Νικ. Θ. 252, ἐν τῇ ἐπ. μετοχ. ζαλοώσα (χάλαζα).

Greek Monolingual

ζαλάω (Α) ζάλη
(συν. στη μτχ.) επιφέρω ζάλη, σηκώνω θύελλα, ξεσπάω σε θύελλα («ζαλόωσα... χάλαζα», Νικ.).