ζόρικος

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο ζόρι
1. κουραστικός, δύσκολος («τα πράγματα είναι πολύ ζόρικα»)
2. (για πρόσ.) δύστροπος, στριμμένος, ανάποδος, ατίθασος («ζόρικο παιδί»).
επίρρ...
ζόρικα
με πολύ ζόρι, με δυσκολία.