Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-η, -ο ζόρι1. κουραστικός, δύσκολος («τα πράγματα είναι πολύ ζόρικα»)2. (για πρόσ.) δύστροπος, στριμμένος, ανάποδος, ατίθασος («ζόρικο παιδί»). επίρρ...ζόρικαμε πολύ ζόρι, με δυσκολία.