θεμιτεύω

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

= θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων

   A keeping lawful orgies, E. Ba.79 (lyr., metri gr.).

German (Pape)

[Seite 1194] s. θεμιστεύω.

Greek (Liddell-Scott)

θεμῐτεύω: θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων, τηρῶν νόμιμα ὄργια, Εὐρ. Βάκχ. 79 (κατὰ Musgr., χάριν τοῦ μέτρου).

Greek Monolingual

θεμιτεύω (Α) θέμις (Ι)]
αντί θεμιστεύω, τελώ νομίμως.