θερμοστάτης

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
ειδική συσκευή που χρησιμεύει στη διατήρηση σταθερής θερμοκρασίας σε κλειστό χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermostat < thermo- (πρβλ. θερμο-) + -stat (πρβλ. -στάτης < ίστημι)].