θερμοστάτης

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

ο
ειδική συσκευή που χρησιμεύει στη διατήρηση σταθερής θερμοκρασίας σε κλειστό χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermostat < thermo- (πρβλ. θερμο-) + -stat (πρβλ. -στάτης < ίστημι)].