ίπος

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἶπος, ὁ και ἡ (Α, Μ ἶπος, τὸ)
το κομμάτι του ξύλου της ποντικοπαγίδας που πέφτει και πιάνει τον ποντικό
αρχ.
1. οποιοδήποτε βάρος, φορτίο, καθετί που βαρύνει, που πιέζει
2. βάρος που χρησιμοποιούσαν ειδικά στη χειρουργική
3. το πιεστήριο του γναφέα, αυτού που κατεργάζεται τα δέρματα και πλένει τα μαλλιά τών δερμάτων
4. η Αίτνα, ως βάρος που πιέζει και κρατεί στη θέση του τον Τυφώνα ή Τυφωέα, προσωποποίηση της λαίλαπας και τών ηφαιστειακών εκρήξεων («ἶπος ἀνεμόεσσα», Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. ίπτομαι, ιπώ).