θεώρηση

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (ΑΜ θεώρησις) θεωρώ
παρατήρηση, επισκόπηση, εποπτεία («επιστημονική θεώρηση τών πραγμάτων»)
νεοελλ.
εξέταση επίσημου εγγράφου, έλεγχος και επιβεβαίωση της γνησιότητας του («θεώρηση διαβατηρίου»)
αρχ.
σκέψη.