ἡμιβραχής και ἡμιβρεχής –ὲς (Α)1. μισοβρεγμένος, μισομουσκεμένος («ἡμιβραχὴς γῆ», θεόφρ.)2. διάβροχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -βραχής (< βρέχω), πρβλ. θαλασσο-βραχής, μυρο-βραχής].