ἡμιβραχής
From LSJ
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
English (LSJ)
or ἡμιβρεχής, ές, half-watered, γῆ Thphr. CP 3.23.1; sodden, θέρμοι AP11.413 (Ammian.).
German (Pape)
[Seite 1167] ές, oder ἡμιβρεχής, halb benetzt, Theophr.; θερμοί Ammian. 20 (XI, 413).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιβρᾰχής: ἢ -βρεχής, ές, κατὰ τὸ ἥμισυ βεβρεγμένος, ποτισμένος, γῆ Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 3. 23, 1· κατὰ τὸ ἥμισυ ὑγρός, μουσκευμένος, θέρμοι Ἀνθ. Π. 11. 413.
Greek Monolingual
ἡμιβραχής και ἡμιβρεχής –ὲς (Α)
1. μισοβρεγμένος, μισομουσκεμένος («ἡμιβραχὴς γῆ», θεόφρ.)
2. διάβροχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -βραχής (< βρέχω), πρβλ. θαλασσοβραχής, μυροβραχής].