ηλεκτρόδιο

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. αγωγός με τον οποίο διοχετεύεται ηλεκτρικό ρεύμα σε υγρό ηλεκτρολύτη ή σε αέριο
2. αγωγός που συνδέει το ανθρώπινο σώμα με ηλεκτρικές συσκευές για διαγνωστικό ή θεραπευτικό σκοπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrode < electro- (πρβλ. ήλεκτρο) + -ode (πρβλ. οδός). Η λ. στον λόγιο τ. ηλεκτρόδιον μαρτυρείται από το 1870 στον Αντώνιο Δαμασκηνό].