εκκεντώ

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐκκεντῶ)
εξορύσσω, βγάζω έξω
νεοελλ.
με αιχμηρό όργανο τρυπώ το δέρμα ώσπου να αιμορραγήσει
αρχ.
1. διατρυπώ, διαπερνώ
2. σφάζω, μαχαιρώνω
3. σκοτώνω, ξεκάνω
4. τσιμπώ.