καλοτύχισμα

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το καλοτυχίζω
1. μακαρισμός, το να θεωρεί και να αποκαλεί κάποιος έναν άλλο ευτυχισμένο
2. έκφραση ευχής σε κάποιον για καλή τύχη
3. στον πληθ. τα καλοτυχίσματα
τα συγχαρητήρια και οι ευχές που απευθύνονται σε κάποιον για ένα ευτυχές γεγονός.