ἰσοκέφαλος

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ον,

   A like-headed, dub. in Ibyc.16.

German (Pape)

[Seite 1264] gleichköpfig, Ibyc. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοκέφᾰλος: -ον, ἔχων ὁμοίαν κεφαλήν, ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἰσόπαλος, Ἴβυκος παρ’ Ἀθην. 58Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσοκέφαλος, -ον) αυτός που έχει κεφάλι όμοιο, ίσο με κάποιον άλλο
αρχ.
συγκεχυμένος, ασαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αδρο-κέφαλος, ορθο-κέφαλος.