ἰσχαδοκάρυον, τὸ (Α)επιδόρπιο από μίγμα ξηρών σύκων με καρύδι ή αμύγδαλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς -άδος + -κάρυον < κάρυον «καρύδι»), πρβλ. λεπτο-κάρυον, μοσχο-κάρυον.