καζάνι
Greek Monolingual
το
1. οικιακός λέβητας, μεγάλη χύτρα από μέταλλο για βράσιμο νερού, λειώσιμο λίπους, μαγείρεμα φαγητού, αλλ. λεβέτι
2. τεχνολ. ατμολέβητας (α. «καζάνι βαποριού» β. «καζάνι ατμομηχανής»)
3. φρ. α) «καζάνι του ρακιού» — αποστακτικός λέβητας, αποστακτήρας
β) «βράζει το καζάνι» — επίκεινται σοβαρά γεγονότα
γ) «όλοι σε ένα καζάνι βράζουμε» — βρισκόμαστε στην ίδια μοίρα
δ) «ό,τι βγει απ' το καζάνι» — για άδηλο αποτέλεσμα μιας ενέργειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kazan].