λειώσιμο
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
Greek Monolingual
το λειώνω
τήξη, διάλυση, ρευστοποίηση, υγροποίηση
2. πολτοποίηση, χυλοποίηση, χύλωμα
3. φθορά, τριβή, διάβρωση, φάγωμα.