λειώσιμο
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
Greek Monolingual
το λειώνω
τήξη, διάλυση, ρευστοποίηση, υγροποίηση
2. πολτοποίηση, χυλοποίηση, χύλωμα
3. φθορά, τριβή, διάβρωση, φάγωμα.