καλάινος

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και καλλάινος, -η, -ο και καλ(λ)αγένιος, -ια, -ιο (Α καλάινος και καλλάινος, -η, -ον)
νεοελλ.
κατασκευασμένος ή όμοιος με καλάι, με κασσίτερο
αρχ.
1. όμοιος στο χρώμα με κάλαϊν. δηλ. που έχει χρώμα κυμαινόμενο μεταξύ κυανού και πράσινου, γαλαζοπράσινος («καλλαΐνᾳ πτέρυγι»
(για πετεινό) με γαλαζοπράσινη φτερούγα, Ανθ. Παλ.)
2. καστανοκίτρινος («καλλαΐνῳ, χρώματι προσόμοιος»
(για τον πολύτιμο λίθο ίασπιν) με χρώμα καστανοκίτρινο, σαν του χαλαζία, Διοσκ.)
3. (κατά το Μέγα Ετυμολ.) «καλλάινον
ἔστι δὲ χρῶμα ἀνθηρόν, ἤ τὸ βένετον χρῶμα οὕτω λεγόμενον»
4. φρ. «καλλάινος κέραμος» — αγγεία στιλβωμένα με βερνίκι, που κατασκεύαζαν στην Αλεξάνδρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το καλ(λ)άινος όσο και το κάλ(λ)αϊς είναι τεχνικοί όροι αβέβαιης ετυμολ. Όπως το καλ(λ)άινος μπορεί να προήλθε από το κάλ(λ)αϊς είναι επίσης πιθ. και το κάλ(λ)αϊς να αποτελεί υποχωρητ. σχηματισμό από το καλ(λ)άινος. Η σύνδεση με τα καλαΐς, κάλλαιον δεν φαίνεται πιθανή. Τέλος, λόγω της ευρείας χρήσεως του καλ(λ)άινου χρώματος στην κεραμεική υποστηρίχθηκε η προέλευση αυτών τών λέξεων από την Αίγυπτο. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. «ο κατασκευασμένος από καλάι ή όμοιος με καλάι» προέρχεται από τον τ. καλάϊ + κατάλ. -ινος].