βερνίκι
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
Greek Monolingual
το
1. χημ. υλικό που χρησιμοποιείται για την επικάλυψη και προστασία μεταλλικών, ξύλινων ή άλλων επιφανειών
2. επιφανειακό προσόν («βερνίκι πολυμάθειας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ. βερενίκιον («είδος φυτού
νίτρο άριστης ποιότητας»), λ. που ανάγεται στο Βερενίκη, όνομα της συζύγου του Αιγυπτίου βασιλιά Πτολεμαίου Γ' του Ευεργέτη. Κατ' άλλη άποψη, βερνίκι < λατ. vernicium «κόμμι αρκεύθου»].