ισχυρογνωμοσύνη
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἰσχυρογνωμοσύνη) ισχυρογνώμων
η αδικαιολόγητη επιμονή σε μια γνώμη, το να επιμένει κάποιος αδικαιολόγητα σε μια άποψη, σε μια επιθυμία ή απαίτηση.
η (ΑΜ ἰσχυρογνωμοσύνη) ισχυρογνώμων
η αδικαιολόγητη επιμονή σε μια γνώμη, το να επιμένει κάποιος αδικαιολόγητα σε μια άποψη, σε μια επιθυμία ή απαίτηση.