δρασκελίζω

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και δρασκελώ (-άω) (Μ δρασκελίζω και δρασκελεύω και δρασκαλεύω)
1. διαβαίνω πάνω από κάτι έχοντας τα σκέλη ανοιχτά
2. μετρώ απόσταση με διασκελισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. δρασκελίζω < διασκελίζω < αρχ. διασκελίζομαι
δρασκελώ < δρασκαλεύω < δρασκελεύω < αρχ. διασκελίζομαι.