διασκελίζομαι

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκελίζομαι Medium diacritics: διασκελίζομαι Low diacritics: διασκελίζομαι Capitals: ΔΙΑΣΚΕΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: diaskelízomai Transliteration B: diaskelizomai Transliteration C: diaskelizomai Beta Code: diaskeli/zomai

English (LSJ)

in pf. part. Pass., having the legs parted, σῶμα διεσκελισμένον PMag.Par.1.2309; δ. καθῆσθαι Eust.1038.10, cf. EM 502.39.

Spanish (DGE)

tener las piernas separadas σῶμα διεσκελισμένον Hymn.Mag.17.65, διεσκελισμένον καθῆσθαι Eust.1038.10, EM 502.39G., tard. act. διασκελίζων περιπατεῖ Hippiatr.Lond.33.

Greek (Liddell-Scott)

διασκελίζομαι: Μέσ., ἀνοίγω τὰ σκέλη μου, διεσκελισμένος καθῆσθαι Εὐστ. 1038. 10, Μ. Ἐτυμ. 502.