εὐσήμαντος

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον,

   A easily remarked or observed, Ptol.Alm.5.12 (Comp.).    II easily designated, PMeyer 20.46 (iii A.D.).

Greek Monolingual

εὐσήμαντος, -ον (Α)
1. αυτός που διακρίνεται ή παρατηρείται εύκολα
2. αυτός που υποδεικνύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σημαντός (< σημαίνω), πρβλ. α-σήμαντος, μονο-σήμαντος].