άτεχνος

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτεχνος, -ον) τέχνη
Ι. 1. αυτός που δεν έχει τα χαρακτηριστικά του έντεχνου, άκομψος, απλοϊκός
2. (για πράγμα) κακοφτιαγμένος
3. (για πρόσ.) αδέξιος, ανεπιτήδειος
II. επίρρ. ατέχνως
αμελέτητα πρόχειρα
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo ἄτεχνον
η ανεπιτηδειότητα
αρχ.
(για πρόσωπα) αυτός που αγνοεί τους κανόνες ή τις αρχές της τέχνης, που δεν έχει τεχνική μόρφωση, εμπειρικός.