κάπου

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

κάπου και ὁκάπου)
1. (τοπικό επίρρ. για στάση ή κίνηση) σε κάποιο τόπο, σε κάποιο μέρος (α. «κάπου βρίσκεται» β. «κάπου πηγαίνει»)
2. (χρον. επίρρ.) (συν. διπλασιαζόμενο) καμιά φορά, πότε πότεκάπου κάπου περνά απ' τη γειτονιά μας»)
νεοελλ.
1. (με την πρόθ. από για να δηλώσει την από τόπου ή διά τόπου κίνηση) από κάποιο μέρος (α. «έρχεται από κάπου» β. «πέρασε από κάπου»)
2. (ποσοτικό επίρρ. με αριθμτ.) περίπου (α. «έκανα κάπου πέντε ώρες δρόμο» β. «έχω κάπου δυο μήνες να τον δω»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κἄν που. (Για τον τ. ὁκάπου βλ. λ. κάποιος)].