καταβίβαση

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM καταβίβασις) καταβιβάζω
καταβιβασμός, κατέβασμα, χαμήλωμα
αρχ.
(ειδ.) η μεταφορά του τόνου μιας λέξεως προς το τέλος, προς τη λήγουσα.