καταμαίνομαι

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

aor. Pass. -εμάνην [ᾰ],

   A do mad acts against, τῶν Ἰουδαίων Ph.2.542, cf. J.BJ7.8.1.

German (Pape)

[Seite 1362] dagegen toben, rasen, τινός, gegen Einen, Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταμαίνομαι: παθ. ἀόρ. -εμάνην ᾰ, ἐνεργῶ ὡς μαινόμενος ἐναντίον τινός, τινος Φίλων 2. 542, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 1.

Greek Monolingual

καταμαίνομαι (Α)
κατέχομαι από μανία, ενεργώ ως μαινόμενος εναντίον κάποιου.