κατάλαμπρος

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ον,

   A very bright, Gal.19.576, EM790.29.

German (Pape)

[Seite 1359] verstärktes simplex, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλαμπρος: -ον, λίαν λαμπρός, φεραυγὴς Σουΐδ…

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάλαμπρος, -ον)
πολύ λαμπρός, ολόλαμπρος.