-ή, -ό καμπούρααυτός που έχει καμπούρα, κύρτωση, ο καμπούρης, ο κυρτός («καμπουρωτή μύτη»). επίρρ...καμπουρωτάμε καμπουρωτό τρόπο, κυρτά.