κάπνη

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ἡ,

   A = καπνοδόκη, Eup.88, Ar.V.143, Alex.173.13.    II = καπνιαῖος λίθος, PHolm. 5.11.

German (Pape)

[Seite 1323] ἡ, = καπνοδόχη; Ar. Vesp. 143; Alexis bei Ath. IX, 386 b; vgl. B. A. 46, 31.

Greek (Liddell-Scott)

κάπνη: ἡ, καπνοδόχη, Ἀριστοφ. Σφ. 143, Ἄλεξ. ἐν «Πανυχίδι» 2. 13.

Greek Monolingual

η (Α κάπνη) καπνός
νεοελλ.
η καπνιά, η αιθάλη
αρχ.
1. η καπνοδόχος
2. ο καπνιαίος λίθος.