κάπνη
English (LSJ)
ἡ,
A = καπνοδόκη, Eup.88, Ar.V.143, Alex.173.13. II = καπνιαῖος λίθος, PHolm. 5.11.
German (Pape)
[Seite 1323] ἡ, = καπνοδόχη; Ar. Vesp. 143; Alexis bei Ath. IX, 386 b; vgl. B. A. 46, 31.
Greek (Liddell-Scott)
κάπνη: ἡ, καπνοδόχη, Ἀριστοφ. Σφ. 143, Ἄλεξ. ἐν «Πανυχίδι» 2. 13.
Greek Monolingual
η (Α κάπνη) καπνός
νεοελλ.
η καπνιά, η αιθάλη
αρχ.
1. η καπνοδόχος
2. ο καπνιαίος λίθος.