ἐφέσπερος

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον, (ἑσπέρα)

   A western, νομός prob. in S.OC1059 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφέσπερος: -ον, (ἑσπέρα) δυσμικός, χῶρος Σοφ. Ο. Κ. 1059.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
situé au couchant, occidental.
Étymologie: ἐπί, ἑσπέρα.

Greek Monolingual

ἐφέσπερος, -ον (Α)
δυτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕσπερος «δυτικός»].