ἐφέσπερος
From LSJ
English (LSJ)
ἐφέσπερον, (ἑσπέρα) western, νομός prob. in S.OC1059 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
situé au couchant, occidental.
Étymologie: ἐπί, ἑσπέρα.
German (Pape)
gegen Abend, westlich, χῶρος Soph. O.C. 1062 ch.
Russian (Dvoretsky)
ἐφέσπερος: лежащий на западе, западный (χῶρος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφέσπερος: -ον, (ἑσπέρα) δυσμικός, χῶρος Σοφ. Ο. Κ. 1059.
Greek Monolingual
ἐφέσπερος, -ον (Α)
δυτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕσπερος «δυτικός»].
Greek Monotonic
ἐφέσπερος: -ον (ἑσπέρα), δυτικός, σε Σοφ.