επιδόρπιο

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α ἐπιδόρπιος, -ον και -ος, -α, -ον)
φαγητό και γλυκό που προσφέρονται μετά το κύριο γεύμα
αρχ.
κατάλληλος για χρήση στο τέλος του δείπνου («ἐπιδόρπιον ὕδωρ», «ἐπιδόρπιοι τράπεζαι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δόρπον «απογευματινό φαγητό»].