κενταυροκτόνος

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ον,

   A Centaur-slaying, Lyc.670.

German (Pape)

[Seite 1417] Kentauren tödtend, Lycophr. 670.

Greek Monolingual

κενταυροκτόνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που σκοτώνει τους κενταύρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο-κτόνος, τυραννο-κτόνος.