κατειλώ

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

κατειλῶ, -έω και κατείλλω και κατίλλω (Α)
1. μαζεύω σε στενό χώρο, συμπιέζω, περιορίζω, στριμώχνω («κατειλήθησαν ἐς Διὸς στρατίου ἱρόν», Ηρόδ.)
2. περιτυλίγω («ταινίαις κατειλημένος τὴν κεφαλήν», Λουκιαν.)
3. διπλώνω, συμπτύσσω
4. παθ. επιγρ.
συναθροίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εἰλῶ «συγκλείω, στριμώχνω»].