κλιμάκιο

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM κλιμάκιον) κλίμαξ
νεοελλ.
1. μτφ. μέρος, τμήμα, υποδιαίρεση
2. μτφ. θέση στην ιεραρχία («τα ανώτερα κλιμάκια του κόμματος»)
3. μτφ. μικρό τμήμα στρατού ή άλλου σώματος, που αποτελεί στοιχείο άλλου μεγαλύτερου συνόλου διατεταγμένου κατά κλιμακωτή τάξη, ιεραρχικά (α. «κλιμάκιο της μεραρχίας» β. «κυβερνητικό κλιμάκιο»)
αρχ.
1. μικρή κλίμακα, μικρή σκάλα («λεπτά κλιμάκια ποιούμενος, πρὸς ταῦτ' ἀνερριχᾶτ' ἄν εἰς τὸν οὐρανόν», Ιπποκρ.)
2. βαθμίδα κλίμακας, σκαλί, σκαλοπάτι
3. φέρετρο
4. χειρουργικό εργαλείο για ανάταξη εξαρθρωμένου μέλους.