κεφαλοπάνι
Greek Monolingual
το
κεφαλόδεμα, αραχνοΰφαντο κάλυμμα του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -πάνι (< πανί), πρβλ. στηθο-πάνι, τυφλο-πάνι].
το
κεφαλόδεμα, αραχνοΰφαντο κάλυμμα του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -πάνι (< πανί), πρβλ. στηθο-πάνι, τυφλο-πάνι].