κεφαλοπάνι

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source

Greek Monolingual

το
κεφαλόδεμα, αραχνοΰφαντο κάλυμμα του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -πάνι (< πανί), πρβλ. στηθοπάνι, τυφλοπάνι].