κέντρωμα
Greek Monolingual
το κεντρώ
1. νύξη, τσίμπημα, κέντρισμα με αιχμηρό όργανο, αγκύλωμα
2. εμβόλιο που γίνεται σε φυτά, μπόλιασμα, μεταμόσχευση, κεντρωμάδα.
το κεντρώ
1. νύξη, τσίμπημα, κέντρισμα με αιχμηρό όργανο, αγκύλωμα
2. εμβόλιο που γίνεται σε φυτά, μπόλιασμα, μεταμόσχευση, κεντρωμάδα.