κατσίκα

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. κοινή ονομασία του ζώου αίγα, γίδα
2. υβριστική προσωνυμία γυναίκας («άφησε την κατσίκα να φωνάζει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. του κατσίκι (πρβλ. κεφάλ-α, μαχαίρ-α). Στη συνέχεια η μεγεθ. σημασία έπαψε να γίνεται αισθητή].