η1. κοινή ονομασία του ζώου αίγα, γίδα2. υβριστική προσωνυμία γυναίκας («άφησε την κατσίκα να φωνάζει»).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. του κατσίκι (πρβλ. κεφάλ-α, μαχαίρ-α). Στη συνέχεια η μεγεθ. σημασία έπαψε να γίνεται αισθητή].