κατρακύλα

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. κατρακύλημα, κουτρουβάλημα
2. τόπος κατάλληλος για κατολίσθηση ογκολίθων
3. οικονομικός ή ηθικός ξεπεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατρακυλώ υποχωρητικά].